αλεαντικος

αλεαντικος
    ἀλεαντικός
    3
    согревающий, греющий
    

(πῦρ Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλεαντικος" в других словарях:

  • αλεαντικός — ἀλεαντικός, ή, όν (Α) [ἀλεαίνω] προικισμένος με θερμαντική δύναμη, θερμαντικός …   Dictionary of Greek

  • ἀλεαντικόν — ἀλεαντικός fit for warming masc acc sg ἀλεαντικός fit for warming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεαίνω — ἀλεαίνω (Α) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι θερμός, ζεσταίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέα ΙΙ κατά τον Ευστάθιο η λ. στην αττική διάλεκτο δασυνόταν. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεαντικός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»